- καθαρότης
- καθαρότηςpurityfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθαρότησι — καθαρότης purity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητα — καθαρότης purity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητας — καθαρότης purity fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητες — καθαρότης purity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητι — καθαρότης purity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρότητος — καθαρότης purity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρίνεια — η (ΑΜ εὐκρίνεια, Μ και εὐκρινία) [ευκρινής] 1. η ιδιότητα τού ευκρινούς, η διαύγεια, η καθαρότητα 2. (για έκφραση και ύφος) η ενάργεια, η σαφήνεια («εὐκρίνεια καὶ καθαρότης», Ερμογ.) αρχ. 1. το ευδιάκριτο τού περιγράμματος 2. καθαρή, σαφής… … Dictionary of Greek
καθαρότητα — και καθαρότη, η (AM καθαρότης) [καθαρός] 1. η ιδιότητα τού καθαρού, καθαριότητα 2. διαύγεια, αιθρία, λαμπεράδα (α. «καθαρότητα τής ατμόσφαιρας» β. «ἧπερ ἀὴρ τε ὕδατος ἀφέστηκε καὶ αἰθὴρ ἀέρος πρὸς καθαρότητα», Πλάτ.) 2. (για μέταλλα κ.ά. ύλες) η… … Dictionary of Greek
ՄԱՔՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0233 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 13c գ. καθαριότης, καθαρότης, καθαρισμός, τὸ καθαρόν purgatio, mundities, puritas. Մաքուր գոլն. սրբութիւն. յստակութիւն. պարզութիւն. եւ Մաքրումն. մաքրելն, իլն. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)